- λιπόγαμος
- λῐπό-γᾰμος, ον,A having abandoned her marriage ties, ἡ λ. the adulteress, of Helen, E.Or.1305 (lyr.); cf. λιπεσάνωρ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόγαμος — λιπόγαμος, ον (Α) 1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς τού γάμου, τη συζυγική κοίτη 2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος η μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος] … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek